-
1 κτίλος
κτῐλ-ος, ον,A tame, docile, obedient,χρὴ δέ σε πατρὶ.. κτίλον ἔμμεναι Hes.Fr. 222
; ; μῆλα (sheep) Nic.Th. 471;κύνες Parth.10.3
; ἱερέα κτίλον Ἀφροδίτας Aphrodite's cherished priest, Pi.P.2.17; κτίλα ὤεα, perh. their cherished eggs, Nic.Th. 452.II Subst. κτίλος, ὁ, ram, Il.3.196, 13.492, Opp.C.1.388, 4.211, Q.S.1.175.
См. также в других словарях:
κτίλος — κτίλος, ον (AM) ήμερος, πράος, ευπειθής («ἦσαν δὲ κτίλα πάντα καὶ ἀνθρώποισι προσηνῆ», Εμπ.) αρχ. 1. (για τον ιερέα τής Αφροδίτης) αγαπητός, προσφιλής 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κτίλος το κριάρι που προπορεύεται τού ποιμνίου 3. φρ. «κτίλα ὤεα» πιθ.… … Dictionary of Greek